- υπερανάστης
- ὁ, Αο μετανάστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + νάστης (< ναίω «κατοικώ), βλ. και λ. μετανάστης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερανάστης — masc nom sg ὑπερανίσταμαι stand up aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)